ιερός

ιερός
η , ό [ά , όν ] церк., перен. святой, священный;

ιερός καί απαραβίαστος — священный и неприкосновенный;

ιερό καθήκον — святая обязанность, священный долг;

ιερή υποχρέωση — священная обязанность;

ιερά άμφια — церковное облачение;

διατηρώ ιερή τη μνήμη — свято хранить память;

§ Ιερά εξέταση а) (святая) инквизиция; б) пытки (во время допроса);

ιερά νόσος — эпилепсия;

ιερόν οστούν анат. — крестец;

ιερά ιστορία — священная история, закон божий;

Ιερή συμμαχία ист. Священный союз;

ιερός λόχος — а) ист. отряд добровольцев (созданный Ипсиланти в Молдавии, в начале восстания греков против турецкого ига в 1821 г); — б) студенческий вооружённый отряд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ιερός" в других словарях:

  • ἱερός — filled with masc nom sg ἱερός filled with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει θεϊκή προέλευση ή αναφέρεται γενικά στη θρησκεία, άγιος: Ιερά μυστήρια. – Ιερός ναός. – Ιερό Ευαγγέλιο. – Ιερά σκεύη. – «Ιερά Σύνοδος της ιεραρχίας της Ελλάδας» (ανώτερη αρχή της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… …   Dictionary of Greek

  • Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ἱερώτερον — ἱερός filled with adverbial comp ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωτάτων — ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωτέρων — ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώτατα — ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώτατον — ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»